- περιττολόγος
- -α, -οαυτός που λέει περιττά λόγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιττολόγος — ο / περισσολόγος, ον, ΝΜΑ αυτός που λέει περιττά, άχρηστα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιττός / περισσός + λόγος*] … Dictionary of Greek
περιττολόγος — περισσολόγος , περισσολόγος talking too much masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
περισσοεπής — και αττ. τ. περιττοεπής, ές, Α περιττολόγος, αυτός που λέγει περιττά λόγια, πολυλογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + επής (< ἔπος), πρβλ. καλλι επής] … Dictionary of Greek
περισσολόγος — ον, ΜΑ βλ. περιττολόγος … Dictionary of Greek
περισσόμυθος — ον, Α περιττολόγος, πολυλογάς, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μῦθος «λόγος» (πρβλ. πολύ μυθος)] … Dictionary of Greek
περιττολογώ — περιττολογῶ, έω, ΝΜΑ, και περισσολογῶ ΜΑ [περιττολόγος / περισσολόγος] λέω περιττά, άχρηστα λόγια … Dictionary of Greek
περιττολόγως — Μ επίρρ. με περιττολογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο μσν. περιττολόγος] … Dictionary of Greek